-
1 παρατήρησις
A observation, διειλημμένοι εἰς παρατήρησιν kept under surveillance, Aen. Tact. 10.25 ; S. 1.28, cf. 5.31 ;π. παθέων ἀλλοτρίων IG42(1).687.14
(Epid., ii A. D.) ; ποιεῖσθαι τὴν π. Plu.2.36 3b ; μετὰ παρατηρήσεως so that it can be observed, Ev. Luc. 17.20: in bad sense, close observation, to detect faults, etc., Plb. 16.22.8 ; ἐνέδρα καὶ π. Plu. 2.266b ; empirical observation, opp. λογισμός, Gal.1.127 ; so κατὰ ἱστορίαν ἢ π. Phld.Rh. 1.40 S.2. observance of rules, etc., D.T.629.21.3. remark, note,παρατηρήσεως ἄξια Longin.23.2
, cf. Sch.Ar.Ra. 1258 ; ψιλὴ π. bare notice, A.D.Pron.41.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατήρησις
См. также в других словарях:
παρατήρηση — η / παρατήρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρατηρώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατηρώ 2. η ένταση τής προσοχής, προσεκτική παρακολούθηση («παρατήρηση τής αλληλουχίας τών γεγονότων») 3. γραμμ. ό,τι σημειώνει, εξετάζει ή σχολιάζει κανείς («ἐκεῑνα… … Dictionary of Greek